Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

 


ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ


 

ΜΙΤΣΟΥΚΟ

 

 

Κάθε πρωΐ βάζω την πολυθρόνα μπρος στο ανοιχτό παράθυρο και αγναντεύω το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σήμερα βλέπω ένα καράβι που αγκυροβολημένο στη ράδα, «ανεμίζει» γύρω από την ποντισμένη άγκυρα του, κατά τον καιρό. Κάποιοι γλάροι, σίγουροι για την νηνεμία, «παπίζουν» ανέμελοι. Βλέπω την πρύμνη του κόκκινη με την υπερυψωμένη λευκή γέφυρά του. Η θάλασσα ήσυχη με το ελαφρό αεράκι να ρυτιδώνει την επιφάνεια της, καλεί τον παρατηρητή της σε ήσυχα ταξίδια στην απέραντη επιφάνεια της. Ο Ποσειδώνας στα κέφια του σκέφτηκα. Έ, και να μουν πάνω σε αυτό το πλοίο και να διασχίζω τον ωκεανό, σε ταξίδια μακρινά και ατέλειωτα.

Ε και να ταξίδευα πάλι στην Ιαπωνία. Ονειρεύομαι τη Μιτσούκο στην Οσάκα και τα δάκρυα της την ώρα της φυγής μου. Θυμάμαι το κλαδί της ανθισμένης κερασιάς που κρατούσε, τα ροζ άνθη που έπεφταν απ’ το κλαδί με τα δάκρυα της στο πάτωμα και τα τελευταία της λόγια του αποχωρισμού: «Κον’ ιτσιουα, ιτοσι χιτοντεσου κοκορό για ιτάιντεσου (έχε γεια αγαπημένε μου, πονά η καρδιά μου). Ήταν Τρίτη βράδυ, παραμονή αναχώρησης για Ευρώπη. Τελευταία βραδιά που θα ήμασταν μαζί. Το μπαρ που δούλευε η Μιτσούκο θα έκλεινε, μπορούσα να πάω σπίτι της, μα προτίμησα να χωρίσουμε εκεί.

 Ήθελα να αποχωριστώ μαζί της σε «ουδέτερο» έδαφος. Όχι στο σπίτι της με τις ερωτικές, τρυφερές αναμνήσεις, αλλά στο χώρο της δουλειάς της.  Σε ένα χώρο ψυχρό που κουβαλούσε μέσα του την ανάμνηση της εργασίας της. Την παρέα δηλαδή με τους ναυτικούς που τα βήματα τους τους έφερναν στο καμπαρέ, για να περάσουν μια νύχτα έστω και πληρωμένης τρυφερότητας. 

Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ κάποιο άδειο βράδυ που τριγυρνούσα στο λιμάνι της Οσάκας και τα βήματα μου με οδήγησαν εκεί. Ήρθε στο τραπέζι μου, την κέρασα ένα ποτό, από εκείνα που πίνουν τα κορίτσια των καμπαρέ, μιλήσαμε, μείναμε μαζί ως το κλείσιμο του μαγαζιού και καταλήξαμε σπίτι της. Μου άρεσε, έτσι μείναμε μαζί ως το πρωΐ που έπρεπε να γυρίσω στο καράβι, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για τη νύχτα στο καμπαρέ. Το καράβι μου είχε ναύλο Οσάκα – Λίβερπουλ για δύο χρόνια κι έτσι οι συναντήσεις μας είχαν πάρει τη μορφή μιας ιδιότυπης μονιμότητας. Εκείνη κάθε φορά που την ειδοποιούσα ότι φτάνω στην Οσάκα με περίμενε στο λιμάνι και χαίρονταν σαν παιδί κάθε που τις έδινα τα μικροδωράκια μου. Σε αντάλλαγμα με έπαιρνε σπίτι της και μου πρόσφερε απλόχερα την τρυφερότητα που τόσο πολύ είχα ανάγκη, όπως και κάθε ναυτικός που στερείται την γλυκιά συντροφιά της γυναίκας.

Ήταν σχεδόν σαν γυναίκα μου, μέχρι την ώρα του οριστικού αποχαιρετισμού. Ο ναύλος είχε τελειώσει και το καινούριο μπάρκο δεν περιείχε τα ιαπωνικά λιμάνια καθόλου. Το νέο μπάρκο ήταν μίλια μακριά από την Μιτσούκο και την Οσάκα. Από τότε δεν έμαθα ξανά νέα της. Μου έμεινε όμως μια γλυκιά ανάμνηση για εκείνο το κορίτσι του καμπαρέ. Ήταν ξεχωριστό, γλυκό και τρυφερό. Ίσως και να με είχε αγαπήσει, εκτός κι αν όλα τα δάκρυα και οι αποχαιρετισμοί  ήταν τακτικές της δουλειάς της. Δεν ξέρω και ίσως δεν έχει πια καμιά σημασία.

Μόνο θυμάμαι και νοσταλγώ, τα ταξίδια, τις θάλασσες και το κορίτσι του καμπαρέ της Οσάκας, αυτό έμεινε. Να την θυμάμαι και να τη νοσταλγώ. Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας απόμαχος ναυτικός στην ηλικία μου;

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

4 ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

 

ΕΙΚΟΝΑ 1η (Ένας γέρος)

 

Έμενε μόνος, σε μια ξύλινη χαμοκέλα, στην παραλία του μικρού ξεχασμένου νησιού του. Τα πρωινά φορούσε τη μάσκα της χαράς και ξεκινούσε τον περίπατο στην άδεια από κόσμο παραλία. Έπειτα γυρνούσε στο σπίτι, πριν το πολύβουο ανθρώπινο σμάρι των θερινών κολυμβητών πληγώσει τη μαγεία της σιωπής και έμενε με το δικό του το πρόσωπο. Εκείνο της λύπης. Χρόνια τώρα, από τότε που εκείνη έφυγε από τούτο τον κόσμο, αυτός εγκαταστάθηκε σε αυτή τη γωνιά της γης, μακριά από συγγενείς, φίλους και γνωστούς, ζώντας μόνος με τις αναμνήσεις του. Δεν ήθελε κουβέντες με κανέναν. Αφού αυτή δεν ήταν πια μαζί του, μέχρι την επόμενη συνάντησή τους στο επέκεινα, ήταν μόνο η μοναξιά που ήθελε να τον συντροφεύει, κανένας άλλος.

 

ΕΙΚΟΝΑ 2η  (Το ραντεβού)

 

Το καφέ μπαρ ήταν φωτισμένο, κόσμος έμπαινε και έβγαινε, χαμογελαστός. Μια ψιλή, ανοιξιάτικη βροχή μούσκευε την πόλη και τους διαβάτες. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, οι φωνές και τα γέλια των θαμώνων του ενόχλησαν την ακοή. Έψαξε για άδειο τραπέζι και κάθισε. Παράγγειλε μια μαύρη «Γκίνες» στο γκαρσόνι που έφτασε βιαστικό.

Είχαν πει για τις οκτώ μισή, είχε ένα τέταρτο καιρό μέχρι να έρθει για να σκεφτεί την γνωριμία τους και τον τρόπο που της ζήτησε το ραντεβού. Θυμήθηκε το πρόσωπο και την κορμοστασιά της και αισθάνθηκε πολύ τυχερός που δέχθηκε αυτή τη συνάντηση. Σε λίγο θα ήταν εδώ.

Κοίταξε το ρολόϊ του τοίχου, οκτώ και είκοσι πέντε λεπτά, πέντε λεπτά ακόμα μέχρι την συνάντηση τους, πέντε λεπτά ακόμα μέχρι την ευτυχία.

Κοίταξε και πάλι το ρολόϊ, εννιά παρά είκοσι, πόσο γρήγορα περνάει η ώρα. Παράγγειλε μια δεύτερη μπίρα. Ίσως την καθυστέρησε η βροχή και η έλλειψη ταξί, είναι και αυτή η παλιοβροχή, σκέφτηκε. Η ώρα περνούσε βασανιστικά, το ποτήρι του άδειαζε και αυτή δεν έλεγε να φανεί.

Εννιά η ώρα, φαίνεται πως δεν θα ‘ρθει. Άραγε κάτι της έτυχε; το ξέχασε; Τι απ’ όλα; 

Φώναξε το γκαρσόνι, πλήρωσε το λογαριασμό και σηκώθηκε.  Οι φωνές και τα γέλια έπαψαν να ακούγονται όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του. Σήκωσε το γιακά της καπαρντίνας του. Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Το σκοτάδι της νύχτας τον κατάπιε.

 

ΕΙΚΟΝΑ 3η (Η Κυριακή)

 

Το ξυπνητήρι κουδούνισε επίμονα. Άπλωσε το χέρι της και το έκλεισε ενοχλημένη. Κυριακή σήμερα, δεν είχε δουλειά, ξεχάστηκε και δεν το απενεργοποίησε χθες βράδυ. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Στριφογύρισε για λίγο στο κρεβάτι της, αλλά ο ύπνος την είχε εγκαταλείψει, έτσι όπως την είχε εγκαταλείψει και αυτός. Τον είχε γνωρίσει καλοκαίρι σε κάποιο νησί. Τον είχε φέρει η φίλη της η Βασιλική για να μην είναι μόνη της, αφού εκείνη ήταν με τον άντρα της. Έκαναν παρέα με τον Γιώργο και κατέληξαν να γίνουν ζευγάρι. Η σχέση άντεξε κάποιο μικρό διάστημα, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι «οι έρωτες των διακοπών δεν κρατούν πολύ».

Ανακλαδίστηκε για λίγο και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Έδιωξε τον χωρισμό από τη σκέψη της και σκέφτηκε ότι πρέπει να οργανώσει την μέρα της.

Ήπιε τον καφέ της, έκανε ένα χλιαρό ντουζ, έβαλε τροφή και νερό στο γάτο της, ντύθηκε ελαφρά, ξεκίνησαν ήδη οι ανοιξιάτικες ζέστες, έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε στο δρόμο.

Δεν θα έψαχνε καμία παρέα, ήθελε να περπατήσει στους δρόμους της πόλης, έτσι χωρίς λόγο, απλά μια άσκοπη περιπλάνηση, μετά σπίτι για φαΐ και βλέπουμε.

Περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι που κουράστηκε. Το πάρκο με τα φρεσκοπράσινα δέντρα βρέθηκε μπροστά της, βρήκε ένα άδειο παγκάκι και κάθισε. Αφού χάζεψε για λίγο τους περιπατητές και τα πιτσιρίκια που έπαιζαν, σηκώθηκε μα σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι της.

Στο δρόμο για την επιστροφή στο σπίτι βρέθηκε μπροστά σε κάποιο σινεμά, κοίταξε το ρολόϊ της, τρεις και μισή η ώρα το μεσημέρι, δεν πεινούσε καθόλου. Στάθηκε να δει τις φωτογραφίες και το τίτλο της ταινίας. Της φάνηκε ενδιαφέρουσα, η προβολή θα ξεκινούσε στις τέσσερις. Πήγε στο ταμείο, έβγαλε εισιτήριο και μπήκε στη σχεδόν άδεια αίθουσα και κάθισε.

Βγήκε από το σινεμά. Το φως της ημέρας είχε δώσει τη θέση του στο λυκόφως του βραδινού. Περιπλανήθηκε λίγο ακόμα στους δρόμους της πόλης και τράβηξε για το σπίτι της.

Μπήκε σπίτι, πέταξε τα παπούτσια και τα ρούχα της σε μια γωνιά, φόρεσε τη ρόμπα της και κοίταξε το γάτο που την κοιτούσε με απορία για την πολύωρη απουσία της. Τον φώναξε, εκείνος τρίφτηκε στα πόδια της αντιδρώντας στο τρυφερό της χάδι, γουργουρίζοντας. Ήταν η μόνη ζωντανή συντροφιά των τελευταίων μηνών μετά το χωρισμό της με το Γιώργο. Ακόμα και η κολλητή της την εγκατέλειψε ρίχνοντας της τα βάρη για το χωρισμό, όμως η έλλειψη της πραγματικής ανθρώπινης συντροφιάς και επαφής, εκτός των κρύων και συμβατικών καθημερινών σχέσεων, ήταν βασανιστική.

Έφαγε μια ομελέτα, διάβασε λίγο και αφέθηκε στην αδειοσύνη του κρύου μπλε φωτός της τηλεόρασης. Είδε, χωρίς ενδιαφέρον, τις νυχτερινές ειδήσεις, το δελτίο καιρού και το χαζό τηλεπαιχνίδι που ακολούθησε.

Έκλεισε την τηλεόραση ετοιμάστηκε για ύπνο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Η μέρα κύλησε άδεια και αδιάφορη, όπως και κάθε ημέρα. Αύριο θα ξημέρωνε μια άλλη μέρα. Το μόνο που θα διέκοπτε την ανία της θα ήταν η δουλειά στο γραφείο.

 

ΕΙΚΟΝΑ 4η (Η γριά μάγισσα)

 

Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο, με ξεφτισμένο το χρώμα από τοίχους και πορτοπαράθυρα. Ο μεγάλος κήπος παρατημένος από καιρό, χωρίς τη φροντίδα του κηπουρού, με τα αγριόχορτα να έχουν πνίξει τα λουλούδια, τα δέντρα να έχουν θεριέψει, δίνοντας την εικόνα ζούγκλας.

Παλιό αρχοντικό που γνώρισε δόξες τον καιρό που ευημερούσαν οι ένοικοι του. Κάποτε τα φωτισμένα παράθυρα του και ο ήχος από μουσικές, γέλια και φωνές, γέμιζαν τον αέρα με τη χαρά και την ανεμελιά των ανθρώπων του.

Τώρα σαν στοιχειωμένο (έτσι το έλεγαν τα παιδιά όταν έπαιζαν στον κήπο του «Στοιχειωμένο σπίτι»), ξεχασμένο ρημάδι, στέκονταν εκεί με μοναδικό παράθυρο ανοιχτό εκείνο του δεύτερου ορόφου που όταν φωτιζόταν από ένα αχνό κίτρινο φως, μαρτυρούσε την ύπαρξη ζωής μέσα του.

Ήταν η γριά μάγισσα που ζούσε εκεί, σύμφωνα με τη φαντασία τους και που την ημέρα ήταν ανίκανη να βλάψει με τα μαγικά της. Το βράδυ όμως, ούτε το σπίτι, ούτε ο κήπος ήταν ασφαλής για παιχνίδι. Τα δένδρα έκαναν τα κλαδιά τους χέρια και άρπαζαν όποιο παιδί τολμούσε να παραβιάσει την καγκελόπορτα και να μπει στο βασίλειο τους. Η γριά μάγισσα άνοιγε το παράθυρο και με τα κοκαλιάρικα χέρια της με τα γαμψά τους νύχια, άρπαζε το άμυαλο παιδί και το έκανε… ποιος ξέρει τι. έτσι έλεγαν οι μάνες όταν ήθελαν να φοβίσουν τα βλαστάρια τους.

Όμως αυτή η μάγισσα, το φόβητρο των παιδιών της γειτονιάς, δεν έβλαψε ποτέ της κανέναν. Μόνο οι άνθρωποι την έβλαπταν λέγοντας αυτές τις περίεργες ιστορίες γι’ αυτήν, όπως έλεγε ο μπάρμπα-Βαγγέλης στον καφενέ, πίνοντας τη ρακή του.

 

Δ.Σ.Π.